- περιλάμπω
- ΝΜΑ1. περιβάλλω κάτι με λάμψη, φωτίζω κάτι σε όλα του τα σημεία, κάνω κάτι να λάμπει ολόκληρο2. λάμπω από παντού, απαστράπτω, φεγγοβολώνεοελλ.κάνω κάτι κρυμμένο να γίνει γνωστό, φανερώνωαρχ.1. φωτίζω πυρπολώντας2. παθ. περιλάμπομαιφωτίζομαι από παντού, περιβάλλομαι από φως, καταυγάζομαι4. μτφ. διαφωτίζω.
Dictionary of Greek. 2013.